- παίνεμα
- το, ή παινεμός, ο [παινεύω]έπαινος, εγκώμιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παίνεμα — το, ατος το εγκώμιο, η καύχηση: Καλημέρα της λες και αρχίζει τα παινέματα για τα παιδιά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επαίνεμα — και παίνεμα, το (Μ ἐπαίνεμα και παίνεμα) επαινετικός λόγος, έπαινος βλ. και παίνεμα … Dictionary of Greek
αύχημα — αὔχημα, το (Α) [αυχώ] 1. πράγμα για το οποίο καυχιέται και υπερηφανεύεται κανείς, το καύχημα 2. αιτία για καύχημα, δόξα 3. καύχηση, παίνεμα, επίδειξη δύναμης 4. έπαρση, αλαζονεία … Dictionary of Greek
κιόλα(ς) — (Μ κιόλα και κιόλας) επίρρ. 1. ήδη, τόσο γρήγορα ή τόσο νωρίς, από τώρα (α. «δεν είναι μισή ώρα που έφυγε και γύρισε κιόλας» β. «ακόμη δεν είναι ούτε δύο η ώρα, σχολάσατε κιόλα;») 2. επί πλέον, επίσης (α. «δεν φτάνει που μάς παιδεύει κάθε μέρα,… … Dictionary of Greek
παινεσιά — και παινεψιά, η [παινεύω] παίνεμα … Dictionary of Greek